Translate

Ιστορία και Αρχιτεκτονική του Κτιρίου.


Το κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το Κέντρο Τεχνών &  Εργαστήρι Βυζαντινής Παράδοσης κτίστηκε το έτος 1880 πάνω στα ερείπια ενός ενετικού μεγάρου. Το μέγαρο αυτό απεικονίζεται ευκρινώς στο γνωστό πίνακα, που αναπαριστά την πόλη της Ρεθύμνης στο τέλος του 16ου αιώνα και ανήκε στο Κτιριακό συγκρότημα της Μονής των Φραγκισκανών, που τότε περιέβαλε  τη Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου ( θέση κωδωνοστασίου ;).
Όταν το 1880 το μέγαρο περιήλθε στην ιδιοκτησία, ενός πλούσιου Ρεθύμνιου έμπορου τουρκοκρητικού,  που λεγόταν Χασάν Μουλαμεχμετάκης, αυτός με ιδιαίτερη φροντίδα και καλαισθησία αναπαλαίωσε και συμπλήρωσε σε ρυθμούς της εποχής του το σχεδόν ερειπωμένο βενετσιάνικο κτίσμα.
Παράγγειλε στην Σουηδία μεγάλες ποσότητες ανθεκτικής ξυλείας δρυός με την οποία κατασκευάστηκαν από ντόπιους τεχνίτες το  ‘’ Κιόσκι ‘’, τα πατώματα, οι σκάλες και οι τεράστιες δίφυλλες εσωτερικές πόρτες. Προσέλαβε τον περίφημο κρητικό ζωγράφο Γαληνό, ο οποίος με περισσή τέχνη ζωγράφισε όλες τις ελεύθερες επιφάνειες των τοίχων και των ταβανιών και διακόσμησε με μοτίβα εμπνευσμένα από τη φύση, τα πιο απίθανα τμήματα του οικήματος όπως τα σκαλοπάτια, τα πατώματα και το τζάκι. Μέρος των τοιχογραφιών αυτών, που έχουν ως σήμερα διασωθεί, προκαλούν ακόμα το θαυμασμό.
Το τελικό αποτέλεσμα των εργασιών δημιούργησε μια πολυτελή κατοικία που λίγο θύμιζε ανατολή, καθώς ακόμα και το ‘’ "Κιόσκι" χαρακτηριστικό των Οθωμανικών σπιτιών, κατασκευασμένο σε Νεοκλασσικό ρυθμό, με απομίμηση λιθοδομής, με αρχαϊκό αέτωμα και με βενετσιάνικα παράθυρα παραπέμπει σε μέγαρο της Τεργέστης ή της Βενετίας ίσως και όχι της Κωνσταντινούπολης ή κάποιας άλλης πόλης της Τουρκίας. Ο τουρκοκρητικός έμπορος κατείχε στην κατοχή του το κτίριο μέχρι το έτος 1908 οπότε μετανάστευσε στην Τουρκία,  και πούλησε το κυρίως σπίτι στη Ρεθεμνιώτικη οικογένεια Δρανδάκη.
Ο σεισμός του 1926 ξεγύμνωσε σε μεγάλο μέρος το κτίριο από τις τοιχογραφίες του Γαληνού, καθώς το σύνολο των επιχρυσωμάτων των ταβανιών κατέρρευσε. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί του 1941 συνέχισαν το καταστρεπτικό έργο δημιουργώντας ελαφριά κλίση στο Κιόσκι του κτίσματος. Τα στατικά προβλήματα που γίνονταν εντονότερα, ανάγκασαν το 1968 την τότε ιδιοκτήτρια, κληρονόμο της οικογένειας  Δρανδάκη, φιλόλογο Μαρία Δρανδάκη - Κουτσουράκη, να προσλάβει μηχανικό και εργολάβο, ώστε να διαφυλαχθεί η στατικότητα του κτιρίου. Η υποστύλωση του κτιρίου, με την μοντέρνα τότε τεχνική που απαιτούσε τη χρήση τσιμέντου, αλλοίωσε εντελώς την αρχική εσωτερική διαρρύθμιση. Η ταράτσα σκεπασμένη με μαλτεζόπλακες αντικαταστήθηκε από οπλισμένο σκυρόδεμα, ο μικρός κεραμοσκεπής οικίσκος της με τα χρωματιστά τζάμια γκρεμίστηκε  το άνετο μαρμάρινο Λουτρό έδωσε τη θέση του σ’ ένα μικρό και μίζερο αστικό μπάνιο, οι δυο εσωτερικές ξύλινες γυριστές σκάλες εξαφανίσθηκαν, ενώ το μικρό τζάκι δίπλα στις γούρνες του πλυσταριού γέμισε με τσιμέντο.
Το έτος 1990 από πυρκαγιά καταστράφηκαν ολοσχερώς όλοι οι εσωτερικοί χώροι, η επίπλωση, η βιβλιοθήκη και γενικά ο εσωτερικός εξοπλισμός του κτιρίου. Οι Υπηρεσίες της Πολεοδομίας τότε, ζητούσαν την κατεδάφιση του κτιρίου, και η οικογένεια Κουτσουράκη  στην προσπάθειά της να  διασώσει το πατρικό της,  προτίμησε να το πουλήσει σε εργολάβο οικοδομών αντί ευτελούς τιμήματος, κρίνοντας και ελπίζοντας ότι αυτός θα έχει την δυνατότητα να το διατηρήσει, και να το αξιοποιήσει.
Το κατεστραμμένο κτίριο αγοράσθηκε το έτος 1995 από τον Μανώλη Κουνδουράκη και τους Γιώργο και Μάρκο Ζαφειράκη.  Τέλος  του έτους 1996 άρχισαν οι εργασίες  αποκατάστασης και ανάπλασης του κτιρίου, με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό που προέβλεπε την διατήρηση της αρχικής του μορφής και την εικαστική παρέμβαση στο κτίσμα του καλλιτέχνη ζωγράφου Μανόλη Κουνδουράκη. Με ιδιαίτερη φροντίδα και πολύ σεβασμό στο μνημειακό αυτό κτίριο, διατηρήθηκαν και συντηρήθηκαν τα εναπομείναντα αυθεντικά στοιχεία του, όπως το τοξωτό κάσσωμα των παραθύρων, το κιόσκι και το τζάκι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι τούρκικες πέτρινες γούρνες, η εξώθυρα και η συνεχόμενη σιδεριά της με τις αυθεντικές επιγραφές στην Αραβική γραφή ,  και οι τοιχογραφίες του Γαληνού .
Οι εργασίες αποκατάστασης τελείωσαν τέλος του έτους 2000 και το κτίριο αγέρωχο πάλι, στέκεται και αντιστέκεται, συνεχίζοντας να γράφει την ιστορία του ανάλογα κάθε φορά με τις συνθήκες και απαιτήσεις των καιρών, παραμένοντας πάντοτε συνδετικός κρίκος του παρελθόντος και του παρόντος.