
Όταν το 1880 το μέγαρο
περιήλθε στην ιδιοκτησία, ενός πλούσιου Ρεθύμνιου έμπορου τουρκοκρητικού, που λεγόταν Χασάν Μουλαμεχμετάκης, αυτός με
ιδιαίτερη φροντίδα και καλαισθησία αναπαλαίωσε και συμπλήρωσε σε ρυθμούς της
εποχής του το σχεδόν ερειπωμένο βενετσιάνικο κτίσμα.
Παράγγειλε στην
Σουηδία μεγάλες ποσότητες ανθεκτικής ξυλείας δρυός με την οποία κατασκευάστηκαν
από ντόπιους τεχνίτες το ‘’ Κιόσκι ‘’,
τα πατώματα, οι σκάλες και οι τεράστιες δίφυλλες εσωτερικές πόρτες. Προσέλαβε
τον περίφημο κρητικό ζωγράφο Γαληνό, ο οποίος με περισσή τέχνη ζωγράφισε όλες
τις ελεύθερες επιφάνειες των τοίχων και των ταβανιών και διακόσμησε με μοτίβα
εμπνευσμένα από τη φύση, τα πιο απίθανα τμήματα του οικήματος όπως τα
σκαλοπάτια, τα πατώματα και το τζάκι. Μέρος των τοιχογραφιών αυτών, που έχουν
ως σήμερα διασωθεί, προκαλούν ακόμα το θαυμασμό.
Το τελικό αποτέλεσμα των
εργασιών δημιούργησε μια πολυτελή κατοικία που λίγο θύμιζε ανατολή, καθώς ακόμα
και το ‘’ "Κιόσκι" χαρακτηριστικό των Οθωμανικών σπιτιών, κατασκευασμένο
σε Νεοκλασσικό ρυθμό, με απομίμηση λιθοδομής, με αρχαϊκό αέτωμα και με
βενετσιάνικα παράθυρα παραπέμπει σε μέγαρο της Τεργέστης ή της Βενετίας ίσως
και όχι της Κωνσταντινούπολης ή κάποιας άλλης πόλης της Τουρκίας. Ο
τουρκοκρητικός έμπορος κατείχε στην κατοχή του το κτίριο μέχρι το έτος 1908
οπότε μετανάστευσε στην Τουρκία, και
πούλησε το κυρίως σπίτι στη Ρεθεμνιώτικη οικογένεια Δρανδάκη.

Το κατεστραμμένο
κτίριο αγοράσθηκε το έτος 1995 από τον Μανώλη Κουνδουράκη και τους Γιώργο και
Μάρκο Ζαφειράκη. Τέλος του έτους 1996 άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασης και ανάπλασης του κτιρίου, με
τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό που προέβλεπε την διατήρηση της αρχικής του μορφής
και την εικαστική παρέμβαση στο κτίσμα του καλλιτέχνη ζωγράφου Μανόλη
Κουνδουράκη. Με ιδιαίτερη φροντίδα και πολύ σεβασμό στο μνημειακό αυτό κτίριο,
διατηρήθηκαν και συντηρήθηκαν τα εναπομείναντα αυθεντικά στοιχεία του, όπως το
τοξωτό κάσσωμα των παραθύρων, το κιόσκι και το τζάκι κατά το μεγαλύτερο μέρος
τους, οι τούρκικες πέτρινες γούρνες, η εξώθυρα και η συνεχόμενη σιδεριά της με
τις αυθεντικές επιγραφές στην Αραβική γραφή ,
και οι τοιχογραφίες του Γαληνού .
Οι εργασίες
αποκατάστασης τελείωσαν τέλος του έτους 2000 και το κτίριο αγέρωχο πάλι,
στέκεται και αντιστέκεται, συνεχίζοντας να γράφει την ιστορία του ανάλογα κάθε
φορά με τις συνθήκες και απαιτήσεις των καιρών, παραμένοντας πάντοτε συνδετικός
κρίκος του παρελθόντος και του παρόντος.